ἀναφέροντας

ἀναφέροντας
ἀναφέρω
bring
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… …   Dictionary of Greek

  • Ακτορίωνες — Μυθολογικά πρόσωπα. Οι δίδυμοι Εύρυτος και Κτέατος, γιοι του Άκτορα και της Μολιόνης ή του Ποσειδώνα και της Μολιόνης. Γεννήθηκαν σε ασημένιο αβγό και ήταν κολλημένοι ο ένας με τον άλλο. Στην Ιλιάδα, ο Νέστορας διηγείται τους άθλους τους,… …   Dictionary of Greek

  • Ερυξώ — (6ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του Αρκεσίλαου B’, βασιλιά της Κυρήνης, που δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, Λέαρχο, το 560 π.Χ. Στο έργο του Γυναικών αρεταί, ο Πλούταρχος εγκωμιάζει τη φρόνησή της, αναφέροντας πως η Ε. εκδικήθηκε τον φόνο του συζύγου… …   Dictionary of Greek

  • Ηγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος γλύπτης (αρχές 5ου αι. π.Χ.). O Πλίνιος τον τοποθετεί στην 83η Ολυμπιάδα, αναφέροντάς τον μαζί με τον Αλκαμένη, τον Κριτία και τον Νησιώτη, και μνημονεύει αγάλματά του της Αθηνάς, του Πύρρου, του Κάστορα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό …   Dictionary of Greek

  • Ίμια — Δύο μικρές βραχονησίδες στο Αιγαίο. Βρίσκονται στα ΒΑ της Καλύμνου, κοντά στη νήσο Καλολίμνη. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. Απέχουν 12 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο και 3 ναυτικά μίλια από τις τουρκικές ακτές.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”